Δωρίς

Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ίδος, ἡ. fem. Adj. Dorian,

   A ἐσθής Hdt.5.88; φωνή Th.6.5, etc.: hence,    1 Δ. νᾶσος the Dorian island, of Aegina and Peloponnesus, Pi.N.3.3, S.OC696 (lyr.), etc.    2 (with or without γῆ) Doris, in Northern Greece, Hdt.8.31, Plu.Them.9, etc.    3 Δ. κόρα a Dorian damsel, E.Hec.934 (lyr.).    4 (sc. κοπίς) Dorian knife used at sacrifices, Id.El.819.    5 Δωρίς, = ἔχιον, Dsc.4.27.    b = λεοντοπέταλον, Ps.- Dsc.3.96 (also δωριπτερίς ibid.).

Greek (Liddell-Scott)

Δωρίς: -ίδος, ἡ θηλ. ἐπίθ. =Δωρική, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 88· φωνὴ Θουκ. 6. 5, κτλ.· ἐντεῦθεν, 1) Δωρὶς νᾶσος, ἡ Δωρικὴ νῆσος, δηλ. ἡ Πελοπόννησος, Πίνδ. Ν. 3. 5, Σοφ. Ο. Κ. 695, κτλ. 2) (μετὰ τοῦ γῆ ἢ ἄνευ αὐτοῦ) ἡ Δωρίς, ἐν τοῖς βορείοις τῆς Ἑλλάδος, Ἡρόδ. 8. 31, Θουκ., κτλ. 3) Δ. κόρα, Δωρικὸν κοράσιον, Εὐρ. Ἑκ. 934. 4) (ἐνν. κοπὶς) Δωρικὴ μάχαιρα ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Εὐρ. Ἠλ. 819 (κατὰ Seidl. ἀντὶ δορίδ’, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου· κατὰ δὲ τὸν Nauck δορίδ’ ἀναρπάξας).

French (Bailly abrégé)

1ίδος
1 adj. dorien, dorienne;
2Δωρίς (γῆ) Doride, contrée de Grèce.
Étymologie: Δωριεύς.
2ίδος (ἡ) :
Dôris (la Dorienne), Néréide.
Étymologie: Δωρίς.

English (Autenrieth)

a Nereid, Il. 18.45†.

English (Slater)

Δωρίς f. adj.,
   1 Dorian ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν cf. Δωριεύς. (N. 3.3) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (sc. ὦ Θήβα) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (I. 7.12)

English (Slater)

Δωρίς wife of Nereus, mother of the fifty Nereids. ]αγλαοκ[όλπου] Δωρίδος [πε]ντήκο[ντα κο]ύραις[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 4.

English (Slater)

Δωρίς f. adj.,
   1 Dorian ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν cf. Δωριεύς. (N. 3.3) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (sc. ὦ Θήβα) ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι (I. 7.12)