λεοντοπέταλον
From LSJ
English (LSJ)
τό, a plant, lion's leaf, Leontice leontopetalum, Dsc. 3.96, Gal.12.57.
German (Pape)
[Seite 29] τό, Löwenblatt, ein Kraut, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
léontice, plante.
Étymologie: λέων, πέταλον.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοπέτᾰλον: τό, φυτόν, τὸ λεοντόφυλλον, Leonticé leontopetalum, Διοσκ. 3. 110.
Greek Monolingual
λεοντοπέταλον, τὸ (Α)
είδος του φυτού λεοντική.