ὑπέροπλος
English (LSJ)
ον,
A insolent, presumptuous (never of persons in Hom. or Hes.); in Hom. only ὑπέροπλον εἰπεῖν to speak insolently, presumptuously, Il.15.185,17.170; in Hes., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Th. 516,619,670; ἀτασθαλίη Orph.Fr.120; ἥβα Pi.P.6.48; of persons, Λαπίθαι ὑ. ib 9.14. II big, mighty, ἀνὴρ ὑ. a monstrous man, Theoc. 22.44; of fishes, Opp.H.1.103, etc. III of conditions, overwhelming, ἄτα Pi.O.1.57; μηδὲν μέγα μηδ' ὑ. Ps.-Phoc.59 (v.l. ὑπέροφρυ, cf. Hsch.).—Ep. word.
German (Pape)
[Seite 1199] übermüthig trotzend auf Waffengewalt, daher stolz, frech und verwegen; bei den ältern Dichtern nie von Personen; ἦ ῥ' ἀγαθός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, sc. ἔπος, übermüthig reden, Il. 15, 185, wie 17, 170; ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος, Hes. Th. 516. 619. 670; ἥβα, Pind. P. 6, 48; auch übermäßig, übermächtig, allzu schwer, ἄτα, Ol. 1, 57; und von den Lapithen, P. 9, 14, wo es im guten Sinne zu nehmen ist. Einzeln bei sp. D., wie Theocr. 22, 44. Vgl. Buttm. Lexil. II p. 214 ff. – Die Ableitung von ὑπέρ und πέλομαι. ist unhaltbar, eben so wie die Erkl. aus ὁπλότερος, allzu jugendlich; ὑπέροπλος verhält sich zu ὅπλον, wie ὑπέρβιος zu βία.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέροπλος: -ον, ὁ ὑπερηφάνως πεποιθὼς εἰς τὴν δύναμιν τῶν ἑαυτοῦ ὅπλων, ἀπειλητικός, ὑπεροπτικός, θρασύς, ἀλλ’ οὐδέποτε ἐπὶ προσώπων παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς· - παρ’ Ὁμήρ. μόνον: ὑπέροπλον εἰπεῖν, ὁμιλεῖν θρασέως, αὐθαδῶς, Ἰλ. Ο. 185, Ρ. 170. παρ’ Ἡσ., ἠνορέη, βίη ὑπέροπλος Θέογ. 516, 619, 670· ἥβα Πινδ. Π. 6. 48· ἐπὶ προσώπων, αὐτόθι 9. 24. ΙΙ. μέγας, πελώριος, ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 103, κλπ. ΙΙΙ. ἐπὶ καταστάσεων, ὑπερβολικός, τρομερός, ἄτη Πινδάρ. Ο. 1. 90 μηδὲν μέγα μηδ’ ὑπ. Φωκυλ. Γνωμ. 53. Πρβλ. Buttum. Lexil. ἐν λέξ. ὑπερφίαλος 9. - Λέξις Ἐπική. (Πιθαν., ὡς ἑρμηνεύεται ἀνωτέρω, ἐκ τοῦ ὑπέρ, ὅπλα, ὡς τὸ ὑπέρβιος ἐκ τοῦ ὑπέρ, βία).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
supérieur par les armes ; en mauv. part fier de la force de ses armes, arrogant, orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὅπλον.
English (Autenrieth)
arrogant; neut. as adv., arrogantly, Il. 15.185 and Il. 17.170.
English (Slater)
ὑπέροπλος, -ον
a monstrous κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.57)
b insolent ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων (P. 6.48) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων (P. 9.14) frag. ]ὑπέροπλοι π[ ?fr. 349.