ὁπλότερος
English (LSJ)
α, ον, Comp. without any Posit. in use, Ep. for νεώτερος, the younger, always of persons, Il.4.325, Od.21.370, B.10.71; ὁπλότερος γενεῇ younger by birth, Il.2.707, Od.19.184: fem. gen. pl. ὁπλοτεράων Il.14.267,275: Sup., youngest, ὁπλότατος γενεῆφιν 9.58; ὁ. θυγάτηρ Od.7.58, cf. 11.283, Hes.Th.946, Pi.I.6(5).6, al.: Ar.Pax1270-1 uses the Comp. in mock heroic lines.—The orig. sense was perhaps capable of bearing arms; and so ὁπλότεροι would be the serviceable men, hence, the young men, opp. the old men and children, Il.3.108, Hom.Epigr.4.5; then simply, younger or youngest, hence of women, Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Od.3.465, etc.; then, as the youngest are the last born, ἄνδρες ὁπλότεροι also means the latter generations, men of later days, Theoc.16.46; ὁπλοτέρου τ' Ἀχιλῆος ἀκούομεν Εὐρυλόχοιο Euph.80.
German (Pape)
[Seite 360] u. superl. ὁπλότατος, ohne posit., der jüngere, der jüngste; αἰεὶ δ' ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φ ρένες ἠερέθονται, Il. 3, 108; αἰχμὰς δ' αἰχμάσσουσι νεώτεροι, οἵπερ ἐμεῖο ὁπλότεροι γεγάασι, 4, 325; auch ὁπλότερος γενεῆφι, 9, 58 Od. 19, 184; Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ, 3, 465, wie 7, 58. 11, 283. 15, 364, immer von Töchtern, u. öfter Hes. Th.; τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν, Pind. P. 6, 41; παίδων ὁπλοτάτου, I. 5, 5. Eigtl. der Waffenfähigere, aber daß diese Bdtg nicht mehr festgchalten wurde, zeigen die Stellen, wo das Wort von Frauen gebraucht ist; vgl. auch Rhian. bei Stob. fl. 4, 34 (v. 20). Bei Theocr. 16, 46 sind ἄνδρες ὁπλό τεροι die späteren Männergeschlechter. Einzeln bei a. sp. D., wie Coluth. 57. – Buttmann leitet es von ἕπ ομαι ab.
French (Bailly abrégé)
α, ον, IL. 3.108, 215, etc.; OD. 19.184, etc.; PD. P. 6.41, A.RH. 1, 683, et ὁπλότατος, η, ον, OD. 3.465, 7.58, etc.; HÉS. Th. 137, 333, 940, PD. I. 5.5, 7.18 : plus jeune, le plus jeune, litt. le mieux armé par les bras, par les mains, à cause de la vigueur de la jeunesse.
Étymologie: Cp. et Sp. dérivés de ὅπλον. DELG s.v. ὅπλον : comparatif différentiel comme κουρότερος; il faut accepter l'explication des Anciens, « capable de porter les armes ».
Russian (Dvoretsky)
ὁπλότερος: более молодой, младший (ὁ. γενεῇ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλότερος: -α, -ον, συγκρ. ἄνευ θετικοῦ ἐν χρήσει, Ἐπικ. ἀντὶ νεώτερος, ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Δ. 325, Ὀδ. Φ. 370· ὁπλότερος γενεῇ, «νεώτερος τῇ ἡλικίᾳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 707, Ὀδ. Τ. 184· θηλ. γεν. πληθ. ὁπλοτεράων Ἰλ. Ξ. 267, 275· ― ὑπερθ., νεώτατος, ὁπλότατος γενεῆφιν Ι. 58· ὁπλ. θυγάτηρ Ὀδ. Η. 58, πρβλ. Λ. 283, Ἡσ. Θ 946, καὶ Πίνδ.· ὁ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 1270 κἑξ. μεταχειρίζεται τὸ συγκρ. ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς στίχοις. Ἡ πρώτη σημασία τῆς λέξεως εἶναι ἡ τῆς ἱκανότητος εἰς τὸ φέρειν ὅπλα· ὥστε ὁπλότεροι εἶναι κυρίως οἱ ἱκανοὶ νὰ φέρωσιν ὅπλα, οἱ εἰς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν καταλληλότεροι, οἱ νέοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς γέροντας καὶ τὰ παιδία, Ἰλ. Γ. 108, Ὁμ., Ἐπιγραμμ. 4. 5· ― ἀλλὰ ταχέως κατήντησε νὰ σημαίνῃ ἁπλῶς, νεώτερος, καὶ ὁπλότατος, νεώτατος· ἐντεῦθεν ἐπὶ γυναικῶν, Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Ὀδ. Γ. 463, κτλ.· ἀκολούθως, ἐπειδὴ οἱ νεώτατοί εἰσιν οἱ γεννηθέντες τελευταῖοι, ἄνδρες ὁπλότεροι σημαίνει καὶ, ἄνθρωποι μεταγενέστεροι, αἱ κατόπιν γενεαί, Θεόκρ. 16. 46. (Ὁ Κούρτ. ἀπορρίπτει τὴν ἐκ τῆς √ΕΠ, ἕπομαι, ἐτυμολογίαν, καθ᾿ ἣν ἡ λέξις σημαίνει τοὺς ἀκολουθοῦντας, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ ἕπομαι δὲν σημαίνει τὸ ἀκολουθεῖν ὑπὸ ἔποψιν χρονικήν· κλίνει δὲ νὰ σχετίσῃ τὴν λέξιν πρὸς τὸ ὀπός, sucus· ἴδε Gr. Et. ἀριθ. 621, 628.)
English (Autenrieth)
comp., sup. ὁπλοτάτη: younger, youngest; γενεῇ, γενεῆφιν, Β, Il. 9.58; sup., Od. 3.465, Od. 7.58, Od. 11.283, Od. 15.364.
English (Slater)
ὁπλότερος younger pl. pro subs. ἐδόκησέν τε τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν (P. 6.41)
Greek Monolingual
ὁπλότερος, -έρα, -ον (Α)
(επικ. τ.)
1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» — νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» — οι μελλοντικές γενιές, οι μεταγενέστεροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. του συγκριτ. βαθμού -τερος (πρβλ. κουρότερος: κοῦρος)].
Greek Monotonic
ὁπλότερος: -α, -ον, συγκρ. χωρίς θετ. σε χρήση, νεώτερος, σε Όμηρ.· ὁπλότερος γενεῇ, νεότερος ως προς την ηλικία, Λατ. minor natu, στον ίδ.· γεν. πληθ. θηλ. ὁπλοτεράων, σε Ομήρ. Ιλ.· υπερθ. ὁπλότατος, -η, -ον, ο νεότερος, νεότατος, σε Όμηρ., Ησίοδ. [πιθ. αρχική σημασία (από το ὅπλον), ο ικανός να φέρει όπλο, σε αντίθ. προς τον ηλικιωμένο και τα παιδιά, σε Ομήρ. Ιλ.· γρήγορα όμως κατέληξε να σημαίνει νεότερος ή ο νεότερος, ο νεότατος· έπειτα, καθώς οι νεότατοι είναι αυτοί που γεννήθηκαν πιο πρόσφατα απ' όλους τους άλλους· ἄνδρες ὁπλότεροι, οι πιο πρόσφατες γενιές, άντρες που ανήκουν στους μεταγεν. χρόνους, σε Θεόκρ.].
Frisk Etymological English
-τατος
Grammatical information: adj.
Meaning: junior, youngest always of persons, also applied to women (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Oppositional formation in -τερος like κουρότερος, ἀγρότερος, ὀρέστερος. After the notable interpretation of the Ancients prop. able to ware arms, sturdy as opposed to the γεροντες. Extensive argumentation in Bechtel Lex. s.v., agreeing Schwyzer-Debrunner 183; cf. also Barone Boll. fil. class. 13, 283. Wrong interpretations in Bq.
Middle Liddell
ὁπλότερος, η, ον
comp. without any Posit. in use, the younger, Hom.; ὁπλότερος γενεῇ younger by birth, Lat. minor natu, Hom.; fem. gen. pl. ὁπλοτεράων Il.
Frisk Etymology German
ὁπλότερος: -τατος
{hoplóteros}
Meaning: jünger, jüngster immer von Personen, auch von Frauen (ep. seit Il.).
Etymology : Oppositionsbildung auf -τερος wie κουρότερος, ἀγρότερος, ὀρέστερος. Nach der beachtenswerten Auffassung der Alten eig. waffenfähig, rüstig im Gegensatz zu den γέροντες. Ausführliche Begründung bei Bechtel Lex. s.v., zustimmend Schwyzer-Debrunner 183; vgl. noch Barone Boll. fil. class. 13, 283. Verfehlte Deutungen bei Bq.
Page 2,405