ἄπλαστος
English (LSJ)
ον,
A not capable of being moulded, Arist.Mete.385a15. 2 not moulded: hence, natural, unaffected, φρόνημα, εὔνοια, προθυμία, ἦθος, etc., Plu.Aem.37, Vit.Philonid.p.10 C., Them.Or.4.56d, etc.; of persons, LXX Ge.25.27, Ceb.20. Adv. -τως naturally, without disguise, γελᾶν Pl.Ep.319b codd.; αὐλεῖν Thphr.HP4.11.4; λέγειν D.H. Rh.10.11; ἀποκρίνεσθαι Ael.VH9.27. 3 not feigned: hence, true, opp. mythical, Plu.2.16c,62c. 4 not fully shapen, unformed, Ph. 2.317. II v.l. for ἄπλᾱτος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 292] 1) nicht gebildet, ungeformt; unverstellt, einfach, wahrhaft, Plat. Ep. III, 319 b; ἀπλάστως γελῶν, ohne sein Lachen zu verbergen, Theophr.; ungekünstelt, Plut. Pomp. 73; ungeheuchelt, Aem. Paul. 37. – Adv., ἀπλάστως καὶ ἀσχηματίστως λέγειν Dion. Hal. rhet. 10, 11. – 2) = ἄπλατος, unnahbar, Hes. Th. 151, vgl. O. 147; Muetzell de em. Theog. p. 56 erklärt es auch hier = unförmlich. Auch bei Soph. frg. wird es ἀξύμβλητον erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλάσῃ, νὰ σχηματίσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5, πρβλ. 9.12. 2) ὁ μὴ πλαστός, ἀλλ’ ἐν τῇ φυσικῇ αὐτοῦ καταστάσει εὐρισκόμενος, ἁπλοῦς, Πλούτ. 2.16B, 62C: φυσικός, ἀπροσποίητος, ἀνυπόκριτος, φρόνημα, εὔνοια, προθυμία, κτλ. Πλουτ. Αἰμίλ. 37 Θεμίστιος 56D, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, Κέβητος Πίν. 20: ― Ἐπίρρ. -τως, φυσικῶς, ἄνευ προσποιήσεως, γελᾶν Πλάτ. Ἐπιστ. 319Β· αὐλεῖν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 11, 4· ἀποκρίνεσθαι Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 27. 3) ὁ μὴ ὁλοκλήρως σχηματισθείς, ἀσχημάτιστος, Φίλων 2. 317. ΙΙ. ὡσαύτως, λαμβανόμενον ὡς συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ ἀπέλαστος, ἀπροπέλαστος, τερατώδης, ἀλλὰ κατὰ ταύτην τὴν σημασίαν προτιμᾶται ἐν γένει ἡ γραφὴ ἄπλᾱτος. Ἴδε τὴν λέξιν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non façonné, naturel.
Étymologie: ἀ, πλάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1informe de seres monstruosos: de los brazos de los centímanos, Hes.Th.151, de los hombres de bronce, Hes.Op.148
•no formado τὸ ἀμβλωθέν Ph.2.317.
2 fig. no fingido, natural, auténtico de abstr. φρόνημα Plu.Aem.37, σεμνότης M.Ant.2.5, εὔνοια Them.Or.4.56d
•de pers. ἄνθρωπος LXX Ge.25.27, Ceb.20, Horap.1.25
•no falso, real op. ‘mítico’, Plu.2.16b, 62c.
II no maleable, no plástico op. πλαστός Arist.Mete.385a15.
III adv. -ως sin afectación, naturalmente, sin fingir γελᾶν Pl.Ep.319b (var.), αὐλεῖν Thphr.HP 4.11.4, λέγειν D.H.Rh.10.11, ἀ. φυόμενον Plu.2.634e, ἀποκρίνεσθαι Ael.VH 9.27, cf. IEryth.31.17 (III a.C.), M.Ant.1.9.