defender
English > Greek (Woodhouse)
subs.
V. ἀμύντωρ, ὁ.
Guard: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ.
Champion: P. and V. προστάτης, ὁ.
Spanish > Greek
βοηθέω, διαβαίνω, ἀρκέω, ἀλέξω, ἐκδικέω, ἀμυνάθω, ἀπηγορέω, δηφηνδεύω, διεκδικέω, δορυφορέω, ἀντιλέγω, διαμιλλάομαι, ἀντέχω, διαδικαιόω, ἀσπίζω, ἐντηρέω, ἀντιλαμβάνω