αθροίζω

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀθροίζω και ἁθροίζω)
συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω
νεοελλ.
Μαθημ. εκτελώ την πράξη της προσθέσεως, προσθέτω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω
2. συσσωρεύω, θησαυρίζω
ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από τον εαυτό μου
ΙΙΙ παθ. α. (με μέσ. σημ.)
1. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
2. αυτοσυγκεντρώνομαι, συνέρχομαι, ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια
3. αυξάνομαι, γίνομαι μεγάλος
β. (με ενεργ. σημ.)
1. σχηματίζω κοινωνία
2. σχηματίζω μερίδα, κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθροίζω < ἀθρο-ίζω < ἀθρό-ος (ἁθρό-ος) + κατάλ. -ίζω.
ΠΑΡ. άθροισις (-η), άθροισμα, αθροιστικός].