Θηβαγενής

English (LSJ)

Θηβαγενές, sprung from Thebes, Theban, Hes.Th.530: distinguished from Θηβαῖος, Ephor.21 J.:—also Θηβαιγενής, E.Supp.136, D.P.623.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Thèbes, Thébain.
Étymologie: Θήβη, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

Θηβᾱγενής: родом из Фив, уроженец Фив (Ἡρακλῆς Hes.; Πολυνείκης Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

Θηβᾱγενής: -ές, ἐν Θήβαις γεννηθείς, Θηβαῖος, Ἡσ. Θ. 530· καὶ ὁ τύπος Θηβαιγενὴς εἶναι ὡσαύτως δόκιμος, Εὐρ. Ἱκέτ. 136 (ἔνθα ἴδε Matthiä), Διον. Π. 623· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 648, Koen. Γρηγ. 294.

English (Slater)

Θηβαγενής
1 Theban born, test., Ammon., de Diff. Verb. p. 70 Valck. (= FGH, 70 F 21, Ephoros.) Θηβαῖοι καὶ Θηβαγενεῖς διαφέρουσιν καθὼς Δίδυμος ἐν ὑπομνήματι τῷ πρώτῳ τῶν παιάνων Πινδάρου φησίν· καὶ τὸν τρίποδα ἀπὸ τούτου Θηβαγενεῖς πέμπουσι τὸν χρύσεον εἰς Ἰσμήνιον (Valck.: Ἰσμηνὸν codd.) πρῶτον” fr. 66, cf. Σ, (P. 11.5), Wil., Pindaros, 14.

Greek Monolingual

Θηβαγενής και Θηβαιγενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί-ζηλος) + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, ομο-γενής].

Greek Monotonic

Θηβᾱγενής: -ές, ο γεννημένος στη Θήβα, ο Θηβαίος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Θηβᾱ-γενής, ές
sprung from Thebes, Theban, Hes.