άβουλος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄβουλος, -ον) βουλή
ο δίχως βούληση, θέληση
νεοελλ.
ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος.