άκολος
Greek Monolingual
(I)
ἄκολος, η (Α)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία του σχηματισμού της
επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση της λ. με το ουσ. ἄκυλος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].
(II)
-η, -ο κόλος
απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.