άτιμος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτιμος, -ον) τιμή
1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος
2. επονείδιστος, αισχρός
νεοελλ.
1. ατιμωτικός
2. μισητός, ελεεινός
3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα
αρχ.-μσν.
(για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής
αρχ.
1. αυτός που θεωρείται ανάξιος για κάτι
2. ο στερημένος από τα πολιτικά του δικαιώματα
3. ο ανεκδίκητος.