άτριφτος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτριπτος -ον)
1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση
2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος
3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος
νεοελλ.
αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς
αρχ.
1. (για το ψωμί) αζύμωτος
2. (για το σιτάρι) που δεν έχει τριφτεί στο αλώνι
3. (για τόπο) άβατος, απάτητος.