ἄτριπτος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
ἄτριπτον,
A = ἀτριβής, χεῖρας ἀτρίπτους ἁπαλάς not worn hard by work, Od.21.151; of corn, not threshed, X.Oec.18.5; of bread, not kneaded, Arist.Pr.929a17; μᾶζα not pounded, Hp.Vict.2.40; ἄ. ἄκανθαι trackless thorns, Theoc.13.64; κέλευθοι ἄ. untrodden ways, Opp.H.4.68: metaph., ἄ. φρονήσεως ὁδοί Ph.1.316.
2 metaph., unknown, strange, Artem.4.63; of a problem, Simp.in Ph.520.23.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no gastado, no trabajado, delicado χεῖρες Od.21.151
•no ejercitado ἄτριπτοι καὶ ἀγύμναστοι Plu.2.499d, οἱ ἄτριπτοι (sc. ἰατροί) περὶ τὰ τοιαῦτα Gal.2.685, ἄ. πρὸς ταῦτα Poll.5.145.
2 no triturado, no molido μάζη Hp.Int.27, Vict.1.35, 2.40, 3.68, ἄτριπτοι ἄρτοι panes poco amasados op. a οἱ σφόδρα τετριμμένοι Arist.Pr.927a22, τὸ ἅλας ... ἄτριπτον sal gruesa, POxy.1222.2 (IV d.C.)
•subst. τὰ ἄτριπτα trigo sin trillar X.Oec.18.5.
3 no trillado, poco transitado, no hollado de caminos y lugares κέλευθος Call.Fr.1.28, ἐν ἀτρίπτοισιν ἀκάνθαις Theoc.13.64, ἄτριπτον καὶ ἀνέμβατον ἀτραπόν AP 7.409 (Antip.Sid.), cf. Opp.H.4.68, Luc.Asin.16, πέτρος AP 7.479 (Theodorid.), ἄρουρα Nonn.D.5.236
•fig. inusitado de los caminos de la virtud, Ph.1.316, ἱστορίαι ξέναι καὶ ἄτριπτοι Artem.4.63.
II no desgastable ὀδόντες ... τὴν αἰχμὴν ἄτριπτοι Philostr.VA 3.7.
German (Pape)
[Seite 389] 1) ungerieben, χεῖρες, nicht abgehärtet, Od. 21, 151, vgl. Themist. 9 p. 121 c; ἄκανθαι Theocr. 13, 64, nicht zu betreten; ἀτραπός Ant. Ih. 24 (VII, 409); ungedroschen, Xen. Oec. 18, 5; ἄρτοι, ungeknetet, Arist. Probl. 21, 16, wo σφόδρα τετριμμένοι entggstzt. – 2) ungeübt, Plut. an vitiosit. 4 nach em.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non usé par le frottement, tendre, délicat;
2 fig. non rompu par l'exercice.
Étymologie: ἀ, τρίβω.
English (Autenrieth)
(τρίβω): unworn by toil, unhardened, soft, Od. 21.151†.
Greek Monotonic
ἄτριπτος: -ον (τρίβω), λέγεται για χέρια, μη φθαρμένος από τη δουλειά, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το σιτάρι, αυτός που δεν έχει αλωνιστεί, σε Ξεν.· ἄτριπτοι ἄκανθαι, αγκάθια πάνω στα οποία κανείς δεν μπορεί να πατήσει ή αδιάβατα αγκάθια, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτριπτος:
1 непривычный к труду, нежный (χεῖρες Hom.);
2 необмолоченный (sc. σῖτος Xen.);
3 неразмятый (ἄρτοι Arst.);
4 непротоптанный, непроторенный (ἀτραπός Anth.);
5 непроходимый (ἄκανθα Theocr.);
6 неопытный (ἄ. καὶ ἀγύμναστος Plut.).
Middle Liddell
τρίβω
of hands, not worn by work, Od.; of corn, not threshed, Xen.; ἄτρ. ἄκανθαι thorns on which one cannot tread, or untraversed thorns, Theocr.