η (AM ἔκχυσις)χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμονεοελλ.1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού)2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωσημσν.(για ευεργέτημα) προσφορά, παροχήαρχ.1. χύσιμο αίματος2. οχετός3. (για πύον) διάχυση.