(I)ἔμπα (Α)επίρρ. βλ. έμπας.(II)το1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος2. είσοδος, θύρα3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.