έρση

Greek Monolingual

ἕρση, ἡ και επικ. ἐέρση, αιολ. και δωρ. ἐέρσα, κρητ. ἄερσα, Πίνδ. ἔερσα, Αλκμ. και Θεόκρ. ἕρσα (Α)
1. δροσιά
2. στον πληθ. ἔρσαι
σταγόνες βροχής
3. κάθε υγρό ή ρευστό (α. «ποτνίας ἐέρσας» — σταγόνες της θάλασσας, Πίνδ.
β. «γλυκερή ἐέρση» — το μέλι)
4. τα νεογνά ζώου και κυρίως τα όψιμα (αυτά που γεννήθηκαν χειμώνα) αρνιά, τα ψιμάδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fερσᾱ και με προθηματικό φωνήεν ε(F)έρση και α(F)ερσᾱ. Συνδέεται με αρχ. ινδ. varsam «βροχή» και varsati «βρέχει» (< ΙE werseti), καθώς επίσης και με το θαμιστικό - επιτατικό ουρώ (< ΙΕ worseiō). Τόσο η θέση του τόνου στη λέξη (δεν τονίζεται η λήγουσα) όσο και η απαθής βαθμίδα της ρίζας wer-s- οδηγούν στον αποκλεισμό της υποθέσεως ότι πρόκειται για ρηματικό όνομα. Είναι μάλλον παράγωγο ενός ουδ. ονόμ. wer-os- με περαιτέρω σύνδεση προς αρχ. ινδ. vār(i) «νερό»].