αγνάντια

Greek Monolingual

και αγνάντι επίρρ.
απέναντι, αντίκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Από τη συνεκφορά: τα εναντία > ταϊνάντια > ταjνάντια > τ' αγνάντια. Λιγότερο πιθανή η παραγωγή από το ἐκναντία που προτείνει ο P. Kretschmcr (Lesblsche Dialect 174).
ΠΑΡ. αγναντερός, αγναντεύω, αγναντιάζω, αγνάντιος, άγναντος].