αερίζω
Greek Monolingual
(Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω)
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό
2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον
3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου
4. (απροσ.) αερίζει
φυσά ελαφρά, δροσίζει
ΙΙ. μέσ.
1. δροσίζομαι στο ύπαιθρο, παίρνω τον αέρα μου
2. αφήνω πορδές, πέρδομαι
αρχ.
μοιάζω με τον αέρα και επομένως: 1. είμαι λεπτός σαν τον αέρα, αέρινος
2. είμαι γκρίζος ή γαλάζιος σαν τον αέρα, αερόχρωμος, γλαυκός
3. (για τους πυγμάχους) βαδίζω στον αέρα, πετώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀήρ, ἀέρος.
ΠΑΡ. νεοελ. αέρισμα, αεριστήρας, αεριστήρι, αεριστήριος, αεριστής, αερίστρα].