ακρωτηριάζω
Greek Monolingual
(Α ἀκρωτηριάζω)
1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες
2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος του σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι
3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω
νεοελλ.
με εγχείριση τέμνω μέλος του ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. (και το μέσ.) αποκόπτω το έμβολο από την πλώρη πλοίου
2. αποτελώ ακρωτήριο, προεξέχω ως ακρωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρωτήριο.
ΠΑΡ. ἀκρωτηριασμός
αρχ.
ἀκρωτηρίασις
μσν.
ἀκρωτηρίασμα
νεοελλ.
ακρωτηριαστήρας, ακρωτηριαστής].