αλλόπιστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀλλόπιστος, -ον)
αυτός που έχει άλλη πίστη, που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα, ο αλλόθρησκος
νεοελλ.
αυτός που πράττει αντίθετα στην πίστη του, ο ασυνείδητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + πιστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστώ].