αλωνάρης

Greek Monolingual

ο
1. ο αλωνιστής
2. (ως κύριο όνομα) ο μήνας Ιούλιος γιατί τότε γίνεται το αλώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρης. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. αλώνι και χρησιμοποιήθηκε ως ονομασία του Ιουλίου λόγω του αλωνισμού τών δημητριακών, που είναι η κύρια απασχόληση τών γεωργών τον μήνα αυτόν (πρβλ. και αλωνιστής).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωναριάζομαι, αλωναριάτικος].