αναλάμπω

Greek Monolingual

ἀναλάμπω)
εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπω
νεοελλ.
ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέου
αρχ.
1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω
2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι
3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι
4. κάνω κάτι να λάμψει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λάμπω.
ΠΑΡ. ανάλαμψις
νεοελλ.
αναλαμπή].