αναμάσσω

Greek Monolingual

ἀναμάσσω και -ττω (ΑΜ)
Ι ενεργ. σφουγγίζω, τρίβω, καθαρίζω κάτι
ΙΙ μέσ.
1. δέχομαι και διατηρώ μια εντύπωση στον νου μου
2. παίρνω τη μορφή κάποιου
3. συλλαμβάνω το νόημα
αρχ.
ζυμώνω το ψωμί μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά- + μάσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάμαξις.