αναπαράσταση

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου παράσταση, αποτύπωση, επανάληψη ή αφήγηση κάποιου γεγονότος, «αναπαράσταση αρχαίου ναού (κτηρίου κ.λπ.
2. ζωγραφική ή πλαστική απεικόνιση του κτηρίου, όπως αυτό ήταν κατά την αρχαιότητα, επί τη βάσει τών ερειπίων ή τών πληροφοριών που σώζονται μέχρι σήμερα
3. «αναπαράσταση εγκλήματος», εικονική επανεκτέλεση του εγκλήματος από τον δράστη ενώπιον τών αρμοδίων, στον τόπο και με τις συνθήκες που συνέβη αυτό στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαριστώ. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη (1818-1899)].