αντιγραφή

Greek Monolingual

η (AM ἀντιγραφή)
η ακριβής μεταφορά του περιεχομένου ενός κειμένου
νεοελλ.
(για έργα τέχνης) πιστή απομίμηση
αρχ.
1. γραπτή απάντηση σε γράμμα
2. απολογία κατηγορουμένου
3. έγγραφη κατηγορία, καταγγελία
4. αναίρεση, ανασκευή
5. αντίγραφο.