απάντηση

Greek Monolingual

η (AM ἀπάντησις, -εως)
απόκριση
αρχ.-μσν.
συνάντηση
αρχ.
1. συνοδεία, φρουρά
2. συζήτηση
3. επιμονή, σταθερότητα ενόψει αντίστασης.