απαρτίζω
Greek Monolingual
(Α ἀπαρτίζω) απαρτί
νεοελλ.
συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω
αρχ.
1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό
2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω
3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος
τέλειος, πλήρης
4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος
β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω ακριβώς.