αποβαίνω
Greek Monolingual
(AM ἀποβαίνω)
1. καταλήγω, καταντῶ
2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. φεύγω, αναχωρῶ
3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι
4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι
5. επιτυγχάνω
6. πραγματοποιοῦμαι, επαληθεύω
7. (μτβ.) αποβιβάζω
8. (το απαρέμφατο ως ουσ.) τὸ ἀποβαίνειν
η τέχνη του να μεταπηδά κάποιος από άλογο σε άλογο
9. (για διάστημα) εκτείνομαι
10. φρ. «ὁ ἀποβαίνων πούς» — το πίσω πόδι.