απομάχομαι
Greek Monolingual
ἀπομάχομαι (AM)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
μσν.
προσπαθώ, επιχειρώ με βία
αρχ.
1. μάχομαι απελπισμένα
2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι
3. τελειώνω τη μάχη
4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη.
ἀπομάχομαι (AM)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
μσν.
προσπαθώ, επιχειρώ με βία
αρχ.
1. μάχομαι απελπισμένα
2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι
3. τελειώνω τη μάχη
4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη.