ασπρολογώ

Greek Monolingual

(-άω)
1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε»)
2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + -λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)].