ασχολία

Greek Monolingual

η (Α ἀσχολία) άσχολος
1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία
2. τακτική εργασία, επάγγελμα
3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο
αρχ.
1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης, απουσία σχόλης
2. (με απρμφ.) έλλειψη χρόνου, δυσκολία, εμπόδιο στο να κάνει κάποιος κάτι
3. φρ. α) «ἀσχολίαν ἄγω», «...ἔχω πρός τι» — είμαι απασχολημένος (με κάτι)
β) «ἀσχολίαν παρέχω τινί» — ενοχλώ κάποιον.