αύξηση

Greek Monolingual

η (AM αὔξησις) αύξω
1. ανάπτυξη σε μέγεθος, όγκο κλπ.
2. γραμμ. η προσθήκη ενός -ε- στην αρχή του θέματος στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων
μσν.- νεοελλ.
(για χρήματα) επαύξηση, άνοδος μισθών ή τιμών
μσν.
1. επέκταση
2. προκοπή
αρχ.
1. (για τα γεννήματα) πολλαπλασιασμός, αφθονία
2. (για ρητορικό λόγο) επαύξηση, άπλωμα του λόγου, μέγεθος.