αἰκάλλω
English (LSJ)
only pres. andimpf., (αἰκάλος) flatter, wheedle, fondle, properly of dogs (cf. Phryn.PSp.36B.), c.acc., E.Andr.630, cf. Pl.Com. 21D.; τὸν δεσπότην ᾔκαλλε Ar.Eq.48; τὰ μὲν λόγι' αἰκάλλει με flatter, please me, ib.211; αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν it cheers myheart. Id.Th.869; τοὺς περὶ τὴν αὐλήν Plb.5.36.1, cf. Axiop.3.4, Philostr.VA5.42:—Pass., ὑπό τινων Plb.15.25.31:—of a fox, σεσηρὸς αἰκάλλουσα wagging the tail fawningly, Babr.50.14.—Trag., Com., and later Prose.
Spanish (DGE)
1 intr., de anim. mover el rabo zalameramente, halagar θ[ῆρε] ς αἰκάλλοντι το[ῖ] σι Epich.247.4, de perros, Pl.Com.248, Phryn.PS p.36, Ath.99e, de la zorra σεσηρὸς αἰκάλλουσα Babr.50.14, cf. Sch.Ar.Eq.48.
2 tr. acariciar, mimar, hacer carantoñas fig. προδότιν ... κύνα E.Andr.630
•gener. de pers. halagar τὸν δεσπότην Ar.Eq.48, cf. 211, καρδίαν ἐμήν Ar.Th.869, cf. Plb.5.36.1, 16.24.5, Philostr.VA 5.42, en v. pas. ὑπὸ τῶν πρὸς χάριν λεγόντων αἰκαλλόμενος Plb.15.25.34.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾔκαλλον;
caresser, flatter.
Étymologie: DELG terme familier ; origine inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰκάλλω kwispelen tegen, met acc.; overdr. vleien, paaien.
German (Pape)
schmeicheln, nach Vetera Lexica eigtl. vom Wedeln des Hundes, mit θωπεύω und κολακεύω verb., Ar. Eq. 48; καρδίαν ἐμήν Th. 869; προδότιν Eur. Andr. 621; Sp.; σεσηρὸς αἰκ., vom Fuchs, Babr. 50.14; ψυχάς Plut. Cleomen. 2.
Russian (Dvoretsky)
αἰκάλλω: ласкать (κύνα Eur.): τὰ μὲν λόγι᾽ αἰκάλλει με Arph. эти предсказания ласкают мой слух; τὸν δεσπότην αἰ. Arph. (о собаке) ласкаться к хозяину.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: flatter, fondle (trag.) specifically said of animals
Other forms: only present. αἰκάλος κόλαξ H; αἰκάλη ἀπάτη Zonar.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Looks like a denominative of forms like those given in the glosses (unless these are based on the verb). Etym. unknown.
Middle Liddell
[αἰκάλος]
1. to flatter, wheedle, fondle, c. acc., Soph., Eur.
2. absol., of a dog, to wag the tail fawningly, Babr.: (this is prob. the orig. sense).
Greek Monotonic
αἰκάλλω: μόνο σε ενεστ. και παρατ. (αἰκάλος),
1. κολακεύω, θωπεύω, χαϊδεύω, καλοπιάνω, με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.
2. απόλ. λέγεται για σκύλο, κουνώ την ουρά κολακευτικά, χαδιάρικα, με δουλοπρέπεια, σε Βάβρ. (αυτή είναι πιθ. και η ριζική σημασία).
Greek (Liddell-Scott)
αἰκάλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. (αἴκαλος). Κολακεύω, θωπεύω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, (ἴδε ἐν τέλ. καὶ Α. Β. 21)· μετ’ αἰτ. Σοφ. Ο. Τ. 597, (τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκκαλοῦσι), Εὐρ, Ἀνδρ. 630· τὸν δεσπότην ᾔκαλλε, Ἀριστοφ. Ἱπ. 48· τὰ μὲν λόγι’ αἰκάλλει με, μὲ κολακεύουσι, μὲ εὐχαριστοῦσι, αὐτόθι 211· αἰκάλλει καρδίαν ἐμήν, φαιδρύνει τὴν καρδίαν μου, ὁ αὐτ. Θεσμ. 869. - ἐπὶ κυνός, ὡς τὸ σαίνω, κινῶ τὴν οὐρὰν κολακευτικῶς, Βαβρ. 50.14.
Frisk Etymology German
αἰκάλλω: {aikállō}
Forms: nur Präsensstamm (Trag., Kom., hell. u. späte Prosa).
Grammar: v.
Meaning: schmeicheln, liebkosen,
Etymology: Sieht aus wie ein Denominativum von αἰκάλος· κόλαξ H., das aber ebensowohl eine retrograde Bildung sein kann. Ebenso αἰκάλη· ἀπάτη Zonar. — Etymologie unbekannt. Unwahrscheinlich Machek Listy filol. 72, 69f.
Page 1,38