βδελυγμία

English (LSJ)

ἡ,
A nausea, sickness, Cratin.251, X.Mem.3.11.13.
2 filth, nastiness, Hp.Fist.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. βδελυγμίη Hp.Fist.1
1 asco, náusea μῶν β. σ' ἔχει; Cratin.271, κεκορεσμένοις δὲ καὶ βδελυγμίαν παρέχει X.Mem.3.11.13, cf. Hsch.
fig. fastidio, tedio τὴν ἐκ τῶν ὁμοίων βδελυγμίαν ἀποδιδράσκων Ael.NA epíl.
2 medic. podredumbre que supura de las fístulas, Hp.l.c.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, = folgdm, Xen. Mem. 3, 11, 13; Hippocr. u. Sp. Nach B. A. 30 eigtl. ναυτία κινοῦσα ἐμετόν, vgl. Cratin. bei Poll. 10, 76.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer, nausée.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βδελυγμία -ας, ἡ, Ion. βδελυγμίη βδελύσσω
1. walging, weerzin. Xen. Mem. 3.11.13.
2. vuiligheid. Hp.

Russian (Dvoretsky)

βδελυγμία:тошнота, тж. отвращение Xen.

Greek (Liddell-Scott)

βδελυγμία: ἡ, ἀηδία, σικχασία, «ναυτία κινοῦσα ἔμετον», Κρατῖν. Ὡρ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 13, Β. Ἀν. 3 2) ἀκαθαρσία, ἀηδὲς πρᾶγμα. Ἱππ. 883D.

Greek Monolingual

η (AM βδελυγμία) βδελύσσομαι
αηδία, αποστροφή
αρχ.
σίχαμα, ακαθαρσία.

Greek Monotonic

βδελυγμία: ἡ (βδελύσσομαι), ναυτία, τάση προς έμετο, αποστροφή, αηδία, σε Ξεν.

Middle Liddell

βδελύσσομαι
nausea, disgust, Xen.