βράσσων
English (LSJ)
Spanish (DGE)
v. βραχύς.
German (Pape)
[Seite 461] ον, compar. zu βραδύς; νόος Il. 10, 226; vgl. Herodian. Μονήρ. λέξ. p. 37, 5; Apollon. Lex. Homer. p. 53, 7; Scholl. D Iliad. 10, 226 βράσσων: βραδύτερος, ἐλάσσων· ἢ ταρασσόμενος καὶ ἀκαταστατῶν, μεταφορικῶς; Cramer. Anecd. Paris. 3 p. 87, 7. S. unter βραδύς, βραχύς und βράζω.
French (Bailly abrégé)
Cp. de βραχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
Frisk Etymological English
See also: s. βραχύς.
Greek Monotonic
βράσσων: -ον, Επικ. συγκρ. του βραδύς.
Greek (Liddell-Scott)
βράσσων: -ον, Ὁμηρ. συγκρ. τοῦ βραδύς· ἀλλὰ κατὰ τὸν Κούρτιον Ἑλλην. Ἐτ. σ. 623, τοῦ βραχύς, ὡς ἐλαχύς, ἐλάσσων· ἀλλ’ ὅμως τὸ βραχὺς δὲν εἶναι Ὁμηρικὴ λέξις.
Frisk Etymology German
βράσσων: {brássōn}
Grammar: Komparativ,
See also: s. βραχύς.
Page 1,264