βρότεος
German (Pape)
[Seite 465] dass.; Hom. einmal, Odyss. 19, 545, der Penelope träumt, daß ein Adler φωνῇ βροτέῃ spricht; – εὐνή H. h. Ven. 47; χρώς Hes. O. 414; ἔθνος Pind. N. 3, 71; σώματα, πόλεις, ἀρεταί, Ol. 9, 36 P. 12, 1. 1, 41; Aesch. Eum. 164.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.
English (Autenrieth)
English (Slater)
βρότεος mortal, of men Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων: (O. 9.34) βροτέαις ἀρεταῖς (P. 1.41) καλλίστα βροτεᾶν πολίων (sc. Ἀκράγας) (P. 12.1) μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος (N. 3.74) “βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα” (sc. Θέτις) (I. 8.36) οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. βροτεᾶνφρένα κράτιστον φρενῶν fr. 222. 3. [βρότεον ἔθνος (codd.: βροτὸν Er. Schmid) (P. 10.28) ]
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Simon.76.6; plu. gen. βροτεᾶν Pi.P.12.1]
mortal, humano φωνή Od.19.545, εὐνή h.Ven.47, cf. Pi.I.8.35a, χρώς Hes.Op.416, Emp.B 100.17, παλάμαι Simon.l.c., πόλιες Pi.l.c., ἔθνος Pi.N.3.74, σώματα Pi.O.9.34, cf. Arist.Fr.Lyr.1.1, AP 6.124 (Hegesipp.), Orph.A.1076
•neutr. plu. subst. la condición humana παρὰ νόμων θεῶν βρότεα μὲν τίων A.Eu.171.
Greek Monotonic
βρότεος: -η, -ον, ποιητ. αντί βρότειος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βρότεος: и 3 Hom., HH, Hes., Pind., Aesch. = βρότειος.