γάντι

Greek Monolingual

το
1. χειρόχτι, γυναικείο ή ανδρικό εξάρτημα για κάλυψη τών χεριών
2. φρ. α) «μιλάει ή φέρεται με το γάντι» — με ευγένεια
6) «του 'ρίξε ή του πέταξε το γάντι» — τον κάλεσε σε μονομαχία, τον προκάλεσε
γ) «του πάει γάντι» — του ταιριάζει απόλυτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gant < (παλαιο-γερμ.) wαnt, τ. που εισήλθε πιθ. στις γαλλορρομανικές γλώσσες ως νομικός όρος, επειδή οι Φράγκοι είχαν τη συνήθεια να προσφέρουν το γάντι ως σύμβολο παραδόσεως μιας χώρας. Η αντίστοιχη ελλ. λέξη, που πλάστηκε από τους λογίους, είναι η λ. χειρόκτιο].