γαϊτάνι
Greek Monolingual
το (Μ γαϊτάνιν)
1. λεπτό, μεταξωτό, μάλλινο ή βαμβακερό κορδόνι, που χρησιμοποιείται για διακόσμηση ενδυμάτων
νεοελλ.
1. φρ. α) «πλέκω ή κάνω γαϊτάνι», μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
β) «το παίρνω σκοινί γαϊτάνι» — επαναλαμβάνω κάτι με ενοχλητικό τρόπο
2. η κεντημένη άκρη υφάσματος
3. ο αποκριάτικος χορός, γαϊτανάκι
μσν.
1. φυλαχτό
2. (για μαλλιά) βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τουρκ. ğajtαn < (αραβ.) hῖtan, πληθ. του hait. Κατ' άλλη άποψη πιθ. από εθνικό Γαϊτανός < (όψιμο λατ.) gaitanus, κελτικής προελεύσεως].