αποκριάτικος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο σχετικός με την αποκριά
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκριάτικα
τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες.