γεωδίαιτος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ζώα) αυτός που ζει μέσα στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -διαιτος < δίαιτα «ζωή, τρόπος ζωής, διαμονή, κατοικία» (πρβλ. αμμοδίαιτος, ομοδίαιτος κ.ά.)].