γλήχων
English (LSJ)
Dor. γλάχων, ἡ,
A v. βλήχων,
II γλήχων ἀγρία = καλαμίνθη ΙΙ, Ps.-Dsc.3.35; = δίκταμνον, ib.32.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ) :
pouliot, sorte de menthe, plante.
Étymologie: DELG cf. βληχώ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
ωνος, ἡ, H.h. Cer. 209; Leon.Tar. 55 (VII.736), ion. = βλήχων; die Form γλήχω oder γληχώ ist nur acc., s. Lobeck zu Soph. Aj. p. 122f.
Russian (Dvoretsky)
γλήχων: дор. γλάχων (ᾱ), ион. βλήχων, ωνος, v.l. βληχώ, οῦς ἡ бот. полей (разновидность мяты Mentha pulegium) Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
Greek Monolingual
βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.
Frisk Etymological English
See also: s. βλήχων.
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
Frisk Etymology German
γλήχων: {glḗkhōn}
Forms: dor. γλάχων
See also: s. βλήχων.
Page 1,312
Translations
Mentha pulegium
Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه, رافونه; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz