διάλειμμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (διαλείπω) interstice, gap, Pl.Ti.59b, Arist.PA 680b34, BGU12.31 (ii A.D.); in Music, interval, Arist.Pr.921b10; of time, Plb.1.66.2; pause, τὰ δ. τῆς ἐνεργείας D.H.Comp.20; ἐκ διαλειμμάτων at intervals, Epicur.Ep.3p.64U., Plu.Per.7; especially of intervals between attacks of fever, Gal.7.414, cf. 427.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 espacio intermedio, espacio libre en el cobre, Pl.Ti.59c, en el estómago o bolsa del erizo, Arist.PA 680b34, τὰ διαλείμματα καὶ κενώματα τῆς τῶν πολεμίων τάξεως Plu.Aem.20, en un foso, Arr.Fr.Hist.Inc.8, δ. ... τῶν σωμάτων Plot.2.7.1, cf. Diog.Oen.151.14, Hsch.δ 1126.
2 ref. al tiempo pausa, intervalo ὥστε μετὰ τὴν δύσιν μικροῦ διαλείμματος γινομένου ἐπανατέλλειν εὐθέως τὸν ἥλιον Pytheas 9a, τὰ διαλείμματα τῆς ἐνεργείας de la respiración entre palabras, D.H.Comp.20.14, διαλείμματα ποιῶν τῆς ἐξαποστολῆς Plb.1.66.2, ἐν δὲ τῷ φιλοσοφεῖν οὐκ ἔστι ... δ. ... οὐδὲ στηριγμός Plu.2.76d, cf. 624c, Lys.19, Aem.33, Erot.84.24, ἐν τοῖς μεταξὺ τῶν ἐπαίνων διαλείμμασιν en los intervalos producidos por aplausos Luc.Rh.Pr.21
•en giro preposicional con intervalos, de cuando en cuando, de tanto en cuanto βαλανεῖον ἐκ διαλειμμάτων τινῶν παραλαμβανέσθω Archig.71L., cf. Epicur.Ep.[4] 131, I.AI 1.330, Plu.Per.7, Luc.Dom.8, ἐξ διαλιμμάτων (sic) Wilcken Chr.389.31 (II d.C.)
•mús. intervalo de la escala musical, Arist.Pr.921b10
•medic. intermitencia en que falta la fiebre κατὰ ... τὴν ἀπυρεξίαν, ἥτις ἡμῖν καλείσθω δ. Gal.7.414, cf. 427.
3 laguna, omisión en una descripción geog. εἰ δέ τινα ἐν τοῖς μεταξὺ διαλείμματα φαίνεται si aparecen algunas lagunas en la sucesión (de países), Str.1.1.10.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
intervalle, intervalle de temps : ἐκ διαλειμμάτων PLUT à intervalles.
Étymologie: διαλείπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλειμμα -ατος, τό [διαλείπω] tussenruimte, ook van tijd:. ἐκ διαλειμμάτων met tussenpozen Plut. Per. 7.7.
German (Pape)
τό, Zwischenraum, Plat. Tim. 59c; ἐκ διαλειμμάτων, in Zwischenräumen, Plut. Pericl. 7; Zwischenzeit, Pol. 1.66.2 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διάλειμμα: ατος τό промежуток, интервал (в пространстве или времени) Plat., Polyb.: δ. ποιεῖν Plut. оставлять свободный промежуток; ἐκ διαλειμμάτων Plut. от времени до времени; τὸ δὶς διὰ πασῶν δ. муз. Arst. двойная октава.
Greek Monolingual
το (AM διάλειμμα, -ατος) διαλείπω
(για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα
νεοελλ.
1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα
2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις
3. φρ. «κατά διαλείμματα» — με μικρές χρονικές διακοπές, από καιρό σε καιρό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἐκ διαλειμμάτων» — κατά διαλείμματα
μσν.
φωτεινό διάλειμμα, χρονική στιγμή νηφαλιότητας και διαύγειας
αρχ.
ο ενδιάμεσος χρόνος απυρεξίας.
Greek Monotonic
διάλειμμα: -ατος, τό, διάστημα, απόσταση μεταξύ, σε Πλάτ.· ἐκ διαλειμμάτων, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διάλειμμα: τό, (διαλείπω) διάστημα μεταξύ, Πλάτ. Τιμ. 59Β, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 5, 39· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 41· ἐπὶ χρόνου, Πολύβ. 1. 66, 2· ἐκ διαλειμμάτων, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. Περικλ. 7.
Middle Liddell
διάλειμμα, ατος, τό, n [from διαλείπω
an interval, Plat.; ἐκ διαλειμμάτων at intervals, Plut.