διαδύω

French (Bailly abrégé)

Act. seul. prés. et ao.2 διέδυν;
d'ord. au Moy. διαδύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διαδύω: ἴδε διαδύνω.

Greek Monolingual

διαδύω και διαδύνω (AM)
χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου
αρχ.
1. διέρχομαι διά μέσου
2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω
3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες.