διαδύνω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
Hp.Flat.13, Arist. de An.404a7: διαδύω Hdt.2.66 codd.; more freq. Dep. διαδύομαι, fut. -δύσομαι: aor. 2 διέδυν:—
A slip through a hole or gap, διαδύντες διὰ τοῦ τείχους Th.4.110; διὰ τούτων ἡ φιλία διαδυομένη X.Mem.2.6.22: abs., slip through, slip away, Hdt. l.c.; διαδύς Ar.V.212; μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται; ib.396.
2 c. acc., evade, shirk, τοῖς διαδυομένοις τὰς λειτουργίας Lys.21.12, cf. D.42.23; ὅπῃ… διαδύσεται τὸν λόγον Pl.Sph.231c, etc.; τὸ δίκην δοῦναι διαδύς D.18.133.
Spanish (DGE)
I intr.
1 introducirse, penetrar αὗται (αἱ φῦσαι) ... πολλὸν διαδύνουσαι Hp.Flat.13, τὸ φάρμακον διαδῦναι Arist.Mir.837a17, τὸ ῥᾳδίως διὰ λεπτότητα διαδῦνον Arist.Pr.934a10, παντελῶς διαδῦνον τὸ φῶς Arist.Col.791a26, c. διά y gen.: οἳ διαδύντες διὰ τοῦ ... τείχους Th.4.110, (πνεῦμα) διαδύνει διὰ τῆς σαρκός Hp.Flat.9, cf. 14, διαδὺς διά τινος ὑδρορροίας Plb.4.57.8, διέδυ ὁ λίθος διὰ τῆς περικεφαλαίας LXX 1Re.17.49, διὰ τῶν μαχομένων Plu.2.870b, c. gen. κοὐκ ἔστιν ὀπῆς ... διαδῦναι Ar.V.352, ἥτις διαδῦναι μὲν τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων ... ἐδύνατο Attic.9.10, c. ἐν: διαδὺς λέχριος ἐν θαλάμῳ AP 5.294 (Agath.), c. adv. de lugar διαδὺς ταύτῃ Plb.8.30.6, ἡ φλόξ ... κατωτάτω διαδῦσα Ph.2.21
•tb. en v. med., de sabores ταχὺ καὶ πάντη διαδύνεσθαι Thphr.Sens.65.
2 hacer un trayecto ἄγγελον ἢ γραμματοφόρον διαδῦναι ... χρόνῳ πολλῷ Plu.Caes.26.
3 escapar οὐ λέξεις οἷον δράσας διέδυς ἔργον Ar.Th.712, κατά τινας διαδὺς τῶν ὑπονόμων I.BI 7.215.
II tr.
1 introducirse en o entre οἱ αἰέλουροι διαδύνοντες ... τοὺς ἀνθρώπους ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρ Hdt.2.66, τὸν κισσὸν διαδύς Theoc.3.14, (Ζεύς) διαδὺς ... χαλκελάτους θαλάμους AP 5.217 (Paul.Sil.), κώνωψ ἡμετέρης διαδὺς πλέγμα λινοστασίης AP 9.766 (Agath.), διέδυ ῥαφίδος τρῆμα AP 11.110 (Nicarch.).
2 esquivar, rehuir κοὐκ ἔσθ' ὅπως διαδὺς ἂν ἡμᾶς ἔτι λάθοι Ar.V.212, τὸ δίκην δοῦναι διαδύς D.18.133, διαδῦναι κίνδυνον Hld.8.6.7.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. διαδύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δύνω, alleen praes. door... heen dringen. οἱ αἰέλουροι διαδύνοντες... τοὺς ἀνθρώπους... ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρ de katten glippen tussen de mensen door en springen in het vuur Hdt. 2.66.3; (πνεῦμα) διαδύνει διὰ τῆς σαρκός wind dringt door het vlees Hp. Flat. 9.
German (Pape)
= διαδύομαι, Hippocr., durchdringen.
Russian (Dvoretsky)
διαδύνω: Arst., Plut. = διαδύομαι.
Greek Monotonic
διαδύνω: [ῡ] ή -δύω, συνηθέστερα ως αποθ. διαδύομαι, μέλ. -δύσομαι, αόρ. βʹ διέδυν·
1. ξεγλιστρώ μέσω τρύπας ή ανοίγματος, σε Θουκ., Ξεν.· απόλ., ξεγλιστρώ μέσα από, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. με αιτ., διαφεύγω, υπεκφεύγω, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδύνω: Ἱππ. 300. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 3· τὸ παρ’ Ἡροδ. 2, 66 διαδύοντες διώρθωσεν ἤδη ὁ Gobet (Mnem. 1883 σ. 166)· κοινότερον ὡς ἀποθ., διαδύομαι, μέλλ. -δύσομαι, ἀόρ. β΄ διέδυν· -διέρχομαι, διολισθαίνω διὰ μέσου ὀπῆς ἢ ἀνοίγματος, διαδύντες διὰ τοῦ τείχους Θουκ. 4. 110· διὰ τούτων ἡ φιλία διαδυομένη Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· ἀπολ., διολισθαίνω διὰ μέσου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διαδύς Ἀριστοφ. Σφηξ. 212· μῶν ὁ γέρων πῃ διαδύεται; αὐτόθι 396. 2) μετ’ αἰτ., διαφεύγω, ὑπεκφεύγω, τοῖς διαδυομένοις τὰς λειτουργίας Λυσ. 162. 34, πρβλ. Δημ. 1045. 27· ὅπῃ… διαδύσεται τόν λόγον Πλάτ. Σοφ. 231C, κτλ.· τὸ δίκην δοῦναι διαδύς Δημ. 271. 19.
Middle Liddell
or -δύω more commonly as Dep. διαδύομαι fut. -δύσομαι aor2 διέδυν
1. to slip through a hole or gap, Thuc., Xen.: absol. to slip through, slip away, Hdt., Ar.
2. c. acc. to evade, shirk, Dem.