δορυσσόος
English (LSJ)
δορυσσόον, contr. δορυσσοῦς, δορυσσοῦν (v. infr.): (σεύω):—brandishing the lance, of persons, Hes.Sc.54, A.Supp.182,985; πόνος δ. Thgn.987: contr. -σοῦς S.OC1313, A.Th.125, prob. in E.Heracl. 774 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -οῦς, -οῦν A.Th.126, S.OC 1313
que blande la lanza gener. ref. a pers. o divinidades, Hes.Fr.195.54 (= Sc.54), A.Supp.182, 985, S.l.c., Arist.Fr.641.61, Theoc.22.136, Orph.A.824, Nonn.D.21.63, 35.377, Procl.H.7.4, tb. de cosas σαγαί A.Th.126
•de abstr. πόνος δ. trabajo que consiste en blandir la lanza Thgn.987, cf. Dionysius 33a.6.
German (Pape)
[Seite 660] (σεύω), speerschwingend; Hes. Sc. 54; ὄχλος Aesch. Suppl. 179. 963; σάγαι Spt. 118, wo des Metrums wegen δορυσόος geändert ist; Theogn. 987; Theocr. 22, 136; zsgzgn δορυσσοῦς, Soph. O. C. 1315.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui brandit la lance.
Étymologie: δόρυ, σεύω.
Russian (Dvoretsky)
δορυσσόος: стяж. δορυσσοῦς 2 σεύω потрясающий копьем, воинственный (Hes. - v.l. к λαοσσόος; ὄχλος Aesch.; Ἀμφιάραος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δορυσσόος: -ον, (σεύω) σείων, πάλλων τὸ δόρυ, ἐπὶ προσώπων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 54, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 182. 985· πόνος δ. Θέογν. 981· πρβλ. δορυσσόητος·συνῃρ. δορυσσοῦς. Σοφ. Ο. Κ. 1313· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 125 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δορυσόοις (δορυσσοῖς Weil).
Greek Monolingual
δορυσσόος, -ον (Α)
1. (για άντρα) αυτός που σείει το δόρυ, ανδρείος
2. «πόνος δορυσσόος» — ο αγώνας της μάχης.
Greek Monotonic
δορυσσόος: -ον (σεύομαι), εξαπολύω επίθεση, επιτίθεμαι σείοντας τη λόγχη, σε Ησίοδ., Θέογν.· δορυσσοῦς, σε Σοφ.
Middle Liddell
δορυσ-σόος, ον adj adj n [σεύομαι]
charging with the lance, Hes., Theogn., δορυσσοῦς, Soph.