δυσαλγής

English (LSJ)

δυσαλγές, very painful, A.Ag.1165, Plu.2.106d, Q.S. 14.68.

Spanish (DGE)

-ές
1 muy doloroso τύχα A.A.1165, ἕλκωσις Ph.2.100, τὰ ... τοῦ θανάτου Plu.2.106d, τραύματα Plu.2.659d, μόγος Q.S.7.625, κάματος Q.S.14.68, τὸ Ἀλ[εξάν] δριον σχῆμα ... δυ[σαλ] γέστατον Chirurg.Fr.Pap.7.71.
2 cruel Hsch.

German (Pape)

[Seite 675] ές, schwere Schmerzen verursachend, sehr schmerzlich; τύχη Aesch. Ag. 1137; Plut. Consol. ad Apollon. p. 328 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 7, 625. Bei Hesych. = ἀσυμπαθής, unempfindlich.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une souffrance cruelle.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος.

Russian (Dvoretsky)

δυσαλγής: крайне мучительный (τύχη Aesch.; τὰ τοῦ θανάτου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165, Πλούτ. 2. 106.

Greek Monolingual

δυσαλγής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους.

Greek Monotonic

δυσαλγής: -ές (ἄλγος), επίπονος, επώδυνος, οδυνηρός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δυσ-αλγής, ές adj ἄλγος
very painful, Aesch.