εκκοκκίζω

Greek Monolingual

και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω)
βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς
αρχ.
1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω
2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω
3. ξεριζώνω
4. κυριεύω, διαρπάζω
5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» — διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες.