εκπέμπω
Greek Monolingual
(AM ἐκπέμπω)
1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς»)
2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῦμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.»)
νεοελλ.
1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται ελεύθερα στον χώρο
2. μεταβιβάζω ήχο και εικόνα με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
3. φρ. «εκπέμπω σήμα κινδύνου» — αποστέλλω με τον ασύρματο σήμα κινδύνου και ζητώ βοήθεια
μσν.
1. (για βέλη) εκτοξεύω
2. στέλνω κάποιον με κακό σκοπό
αρχ.
1. απομακρύνω κάποιον από κάπου («ὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε»)
2. καλώ, προσκαλώ έξω («σ' αὐλείων πυλῶν ἐξέπεμπον»)
3. (για πράγματα) στέλνω σε ξένη χώρα («ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά»)
4. (για εμπορεύματα) εξάγω («τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι»).