εκπλήσσω
Greek Monolingual
και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω
Α και ἐκπλήγνυμι)
Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο
μσν.
φρ. «δειλία ἐκπλήττει» — δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει
αρχ.
1. χτυπώ και απωθώ
2. προξενώ ισχυρή επιθυμία
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) αρχ.-μσν. ἐκπεπληγμένος, -η, -ον
έκπληκτος
III. επίρρ. ἐκπεπληγμένως
1. με κατάπληξη
2. φρ. «ἐκπεπληγμένως ἔχω, διάκειμαι» — τά έχω χαμένα, είμαι κατάπληκτος.