εκτινάσσω

Greek Monolingual

(AM ἐκτινάσσω)
τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα
μσν.
1. αντικρούω
2. εξαλείφω
3. τρέμω
αρχ.-μσν.
απομακρύνω, απωθώ
αρχ.
1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω
2. αναγκάζω να βγει
3. αναζητώ επίμονα
4. (αμτβ.) ταράζομαι πολύ, τρέμω
5. (για ζώα) κλοτσώ.